αειπαρθενεύω

αειπαρθενεύω
ἀειπαρθενεύω (Μ) [ἀειπάρθενος] είμαι αειπάρθενος*, παραμένω αιώνια παρθένος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αεί — επίρρ. (Α ἀεί) [στα Α και επικά, ιωνικά και ποιητικά αἰεί και αἰέν, δωρικά αἰές και ἀές, λακωνικά αἰέ, βοιωτικά ἀέ και ἠί, αιολικά αἶι(ν) και ἄι(ν)] διαρκώς, συνεχώς, πάντοτε, για πάντα στα νεοελλ. μόνον ως α συνθ. ορισμένων συνθέτων λογίας… …   Dictionary of Greek

  • αειπάρθενος — ἀειπάρθενος, ο, η (ΑΜ) (αιολικός τύπος και ἀιπάρθενος) αυτός που διατηρεί την παρθενική του αγνότητα σε όλη τη διάρκεια τής ζωής του 2. στην εκκλησιαστική γλώσσα ως επίθετο τής Θεομήτορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + παρθένος. ΠΑΡ. μσν. ἀειπαρθενεύω, αρχ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”